- αναδατέομαι
- ἀναδατέομαι (Α)διανέμω εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, εκτελώ αναδασμό τής γής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δατέομαι.ΠΑΡ. ἀναδασμός αρχ. ἀνάδαστος(μσν. –νεοελλ.) αναδάσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναδασάμενοι — ἀναδατέομαι divide anew aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδασάμενος — ἀναδατέομαι divide anew aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδάσασθαι — ἀναδατέομαι divide anew aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδάσασθαι — ἀναδατέομαι divide anew aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεδάσαντο — ἀναδατέομαι divide anew aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάδαστος — ἀνάδαστος, ον (Α) [ἀναδατέομαι] 1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε 2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ … Dictionary of Greek
αναδάσιμος — η, ο (Μ ἀναδάσιμος, ον) [ἀναδατέομαι] αυτός που μπορεί ή πρέπει να διανεμηθεί, να διαμοιραστεί εκ νέου … Dictionary of Greek
αναδασμός — Με κρατική επέμβαση μπορεί να γίνει ανακατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας μιας περιφέρειας, ώστε να δημιουργηθούν ενιαίοι (στη θέση των διάσπαρτων) αγροτικοί κλήροι, για την καλύτερη εκμετάλλευση και επωφελέστερη αξιοποίηση των αγροτικών κτημάτων … Dictionary of Greek